ψυχολέτειρα

ψυχολέτειρα
ἡ, Μ
αυτή που καταστρέφει την ψυχή («ψυχολέτειρα νίκη», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχολέτης + επίθημα -τειρα (πρβλ. ἀνδρολέ-τειρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”